Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀννιβίζω
Ἀννικέρειος
Ἄννων
ἀννωναρχέω
ἀννωνεακόν
ἀννωνέπαρχος
ἀννωνεύομαι
ἀννώνη
ἀννωνιακός
ἀννωνικός
Ἄνξωρ
ἀνόδευτος
ἀνοδηγέω
ἀνοδία
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
ἀνόδυρτος
ἀνόδων
ἄνοζος
View word page
Ἄνξωρ
Anxur
ShortDef
Anxur
Debugging
Headword:
Ἄνξωρ
Headword (normalized):
ἄνξωρ
Headword (normalized/stripped):
ανξωρ
IDX:
7919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7920
Key:
Data
{'content': 'Anxur'}