Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
View word page
ἀγροικώδης
clownish, rude

ShortDef

clownish, rude

Debugging

Headword:
ἀγροικώδης
Headword (normalized):
ἀγροικώδης
Headword (normalized/stripped):
αγροικωδης
IDX:
791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-792
Key:

Data

{'content': 'clownish, rude'}