Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σειρά
σειραγωγεύς
σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω
σειρεόω
σειρέω
σειρή
Σειρήν
σειρήν
Σειρήνειος
σειριάζω
σειρίασις
σειριάω
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
Σείριος
σείριος
View word page
Σειρήν
a Siren

ShortDef

a Siren
siren

Debugging

Headword:
Σειρήν
Headword (normalized):
σειρήν
Headword (normalized/stripped):
σειρην
IDX:
79193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79194
Key:

Data

{'content': 'a Siren'}