Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σείνιοι
σειρά
σειραγωγεύς
σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω
σειρεόω
σειρέω
σειρή
Σειρήν
σειρήν
Σειρήνειος
σειριάζω
σειρίασις
σειριάω
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
Σείριος
View word page
σειρή
cord

ShortDef

cord

Debugging

Headword:
σειρή
Headword (normalized):
σειρή
Headword (normalized/stripped):
σειρη
IDX:
79192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79193
Key:

Data

{'content': 'cord'}