Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σέδετον
Σειληνός
σειληνώδης
σεῖν
σείνιοι
σειρά
σειραγωγεύς
σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω
σειρεόω
σειρέω
σειρή
Σειρήν
σειρήν
Σειρήνειος
σειριάζω
σειρίασις
σειριάω
View word page
σειραφόρος
led by a rope

ShortDef

led by a rope

Debugging

Headword:
σειραφόρος
Headword (normalized):
σειραφόρος
Headword (normalized/stripped):
σειραφορος
IDX:
79188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79189
Key:

Data

{'content': 'led by a rope'}