Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σεγήδη
σέδετον
Σειληνός
σειληνώδης
σεῖν
σείνιοι
σειρά
σειραγωγεύς
σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω
σειρεόω
σειρέω
σειρή
Σειρήν
σειρήν
Σειρήνειος
σειριάζω
σειρίασις
View word page
σειραῖος
joined by a cord

ShortDef

joined by a cord

Debugging

Headword:
σειραῖος
Headword (normalized):
σειραῖος
Headword (normalized/stripped):
σειραιος
IDX:
79187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79188
Key:

Data

{'content': 'joined by a cord'}