Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σεγεστικός
σέγεστρον
Σεγηδαῖος
Σεγήδη
σέδετον
Σειληνός
σειληνώδης
σεῖν
σείνιοι
σειρά
σειραγωγεύς
σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω
σειρεόω
σειρέω
σειρή
Σειρήν
σειρήν
View word page
σειραγωγεύς
cord for leading

ShortDef

cord for leading

Debugging

Headword:
σειραγωγεύς
Headword (normalized):
σειραγωγεύς
Headword (normalized/stripped):
σειραγωγευς
IDX:
79184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79185
Key:

Data

{'content': 'cord for leading'}