Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σεγέστης
Σεγεστικός
σέγεστρον
Σεγηδαῖος
Σεγήδη
σέδετον
Σειληνός
σειληνώδης
σεῖν
σείνιοι
σειρά
σειραγωγεύς
σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω
σειρεόω
σειρέω
σειρή
Σειρήν
View word page
σειρά
a cord, rope, string, band
ShortDef
a cord, rope, string, band
Debugging
Headword:
σειρά
Headword (normalized):
σειρά
Headword (normalized/stripped):
σειρα
IDX:
79183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79184
Key:
Data
{'content': 'a cord, rope, string, band'}