Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀννιβαϊκός
Ἀννίβας
Ἀννιβιακός
Ἀννιβίζω
Ἀννικέρειος
Ἄννων
ἀννωναρχέω
ἀννωνεακόν
ἀννωνέπαρχος
ἀννωνεύομαι
ἀννώνη
ἀννωνιακός
ἀννωνικός
Ἄνξωρ
ἀνόδευτος
ἀνοδηγέω
ἀνοδία
ἄνοδμος
ἄνοδος
ἄνοδος2
ἀνοδύρομαι
View word page
ἀννώνη
annona

ShortDef

annona

Debugging

Headword:
ἀννώνη
Headword (normalized):
ἀννώνη
Headword (normalized/stripped):
αννωνη
IDX:
7916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7917
Key:

Data

{'content': 'annona'}