Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάω
σβέννυμι
σβεννύω
σβέσις
σβεστήρ
σβεστήριος
σβεστός
σγάλη
σγουρός
σεαυτοῦ
σεβάζομαι
σέβας
σέβασις
σέβασμα
σεβάσμιος
σεβασμός
Σεβαστεῖον
σεβαστικός
Σεβάστιος
Σεβαστόγνωστος
Σεβαστοδώρητος
View word page
σεβάζομαι
to be afraid of
ShortDef
to be afraid of
Debugging
Headword:
σεβάζομαι
Headword (normalized):
σεβάζομαι
Headword (normalized/stripped):
σεβαζομαι
IDX:
79146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79147
Key:
Data
{'content': 'to be afraid of'}