Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαχρός
Σαώ
σάω
σβέννυμι
σβεννύω
σβέσις
σβεστήρ
σβεστήριος
σβεστός
σγάλη
σγουρός
σεαυτοῦ
σεβάζομαι
σέβας
σέβασις
σέβασμα
σεβάσμιος
σεβασμός
Σεβαστεῖον
σεβαστικός
Σεβάστιος
View word page
σγουρός
curly

ShortDef

curly

Debugging

Headword:
σγουρός
Headword (normalized):
σγουρός
Headword (normalized/stripped):
σγουρος
IDX:
79144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79145
Key:

Data

{'content': 'curly'}