Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαφώνιον
σαχνός
σαχρός
Σαώ
σάω
σβέννυμι
σβεννύω
σβέσις
σβεστήρ
σβεστήριος
σβεστός
σγάλη
σγουρός
σεαυτοῦ
σεβάζομαι
σέβας
σέβασις
σέβασμα
σεβάσμιος
σεβασμός
Σεβαστεῖον
View word page
σβεστός
quenched, extinguished

ShortDef

quenched, extinguished

Debugging

Headword:
σβεστός
Headword (normalized):
σβεστός
Headword (normalized/stripped):
σβεστος
IDX:
79142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79143
Key:

Data

{'content': 'quenched, extinguished'}