Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαφηνιστικός
σαφής
σαφήτωρ
σαφώνιον
σαχνός
σαχρός
Σαώ
σάω
σβέννυμι
σβεννύω
σβέσις
σβεστήρ
σβεστήριος
σβεστός
σγάλη
σγουρός
σεαυτοῦ
σεβάζομαι
σέβας
σέβασις
σέβασμα
View word page
σβέσις
quenching, putting out

ShortDef

quenching, putting out

Debugging

Headword:
σβέσις
Headword (normalized):
σβέσις
Headword (normalized/stripped):
σβεσις
IDX:
79139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79140
Key:

Data

{'content': 'quenching, putting out'}