Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαφηνίζω
σαφηνισμός
σαφηνιστέον
σαφηνιστικός
σαφής
σαφήτωρ
σαφώνιον
σαχνός
σαχρός
Σαώ
σάω
σβέννυμι
σβεννύω
σβέσις
σβεστήρ
σβεστήριος
σβεστός
σγάλη
σγουρός
σεαυτοῦ
σεβάζομαι
View word page
σάω
to sift, bolt
ShortDef
to sift, bolt
Debugging
Headword:
σάω
Headword (normalized):
σάω
Headword (normalized/stripped):
σαω
IDX:
79136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79137
Key:
Data
{'content': 'to sift, bolt'}