Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαυρωτήρ
σαυρωτός
σαῦσαξ
σαυσαρισμός
Σαυφήιος
σαφέως
σαφηγορίς
σαφήνεια
σαφηνέω
σαφηνής
σαφηνίζω
σαφηνισμός
σαφηνιστέον
σαφηνιστικός
σαφής
σαφήτωρ
σαφώνιον
σαχνός
σαχρός
Σαώ
σάω
View word page
σαφηνίζω
to make clear
ShortDef
to make clear
Debugging
Headword:
σαφηνίζω
Headword (normalized):
σαφηνίζω
Headword (normalized/stripped):
σαφηνιζω
IDX:
79126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79127
Key:
Data
{'content': 'to make clear'}