Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυρωτός
σαῦσαξ
σαυσαρισμός
Σαυφήιος
σαφέως
σαφηγορίς
σαφήνεια
σαφηνέω
σαφηνής
σαφηνίζω
σαφηνισμός
σαφηνιστέον
σαφηνιστικός
σαφής
σαφήτωρ
σαφώνιον
σαχνός
σαχρός
View word page
σαφηνέω
to tell distinctly
ShortDef
to tell distinctly
Debugging
Headword:
σαφηνέω
Headword (normalized):
σαφηνέω
Headword (normalized/stripped):
σαφηνεω
IDX:
79124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79125
Key:
Data
{'content': 'to tell distinctly'}