Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
σαυρήτης
σαυριεῖον
σαυρίτης
σαυροβριθής
σαυροειδής
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυρωτός
σαῦσαξ
σαυσαρισμός
Σαυφήιος
σαφέως
σαφηγορίς
View word page
σαυροειδής
like a lizard
ShortDef
like a lizard
Debugging
Headword:
σαυροειδής
Headword (normalized):
σαυροειδής
Headword (normalized/stripped):
σαυροειδης
IDX:
79112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79113
Key:
Data
{'content': 'like a lizard'}