Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαῦλος
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
σαυρήτης
σαυριεῖον
σαυρίτης
σαυροβριθής
σαυροειδής
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυρωτός
σαῦσαξ
σαυσαρισμός
Σαυφήιος
σαφέως
View word page
σαυροβριθής
with a heavy

ShortDef

with a heavy

Debugging

Headword:
σαυροβριθής
Headword (normalized):
σαυροβριθής
Headword (normalized/stripped):
σαυροβριθης
IDX:
79111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79112
Key:

Data

{'content': 'with a heavy'}