Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
σαυρήτης
σαυριεῖον
σαυρίτης
σαυροβριθής
σαυροειδής
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυρωτός
σαῦσαξ
σαυσαρισμός
Σαυφήιος
View word page
σαυρίτης
serpent

ShortDef

serpent

Debugging

Headword:
σαυρίτης
Headword (normalized):
σαυρίτης
Headword (normalized/stripped):
σαυριτης
IDX:
79110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79111
Key:

Data

{'content': 'serpent'}