Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαυκός
Σαύλιος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
σαυρήτης
σαυριεῖον
σαυρίτης
σαυροβριθής
σαυροειδής
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυρωτός
View word page
σαύρα
a lizard

ShortDef

a lizard

Debugging

Headword:
σαύρα
Headword (normalized):
σαύρα
Headword (normalized/stripped):
σαυρα
IDX:
79107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79108
Key:

Data

{'content': 'a lizard'}