Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σατυριστής
σατυρογράφος
Σάτυρος
Σατυρόφηρ
Σατυρώδης
σαυκός
Σαύλιος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
σαυρήτης
σαυριεῖον
σαυρίτης
σαυροβριθής
σαυροειδής
View word page
σαύλωμα
effeminacy
ShortDef
effeminacy
Debugging
Headword:
σαύλωμα
Headword (normalized):
σαύλωμα
Headword (normalized/stripped):
σαυλωμα
IDX:
79102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79103
Key:
Data
{'content': 'effeminacy'}