Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σατυρικός
σατύριον
Σατυριστής
σατυρογράφος
Σάτυρος
Σατυρόφηρ
Σατυρώδης
σαυκός
Σαύλιος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
σαυρήτης
σαυριεῖον
σαυρίτης
View word page
σαυλοπρωκτιάω
to walk in a swaggering way

ShortDef

to walk in a swaggering way

Debugging

Headword:
σαυλοπρωκτιάω
Headword (normalized):
σαυλοπρωκτιάω
Headword (normalized/stripped):
σαυλοπρωκτιαω
IDX:
79100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79101
Key:

Data

{'content': 'to walk in a swaggering way'}