Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σατυριακή
σατυρίασις
σατυριάω
Σατυρικός
σατύριον
Σατυριστής
σατυρογράφος
Σάτυρος
Σατυρόφηρ
Σατυρώδης
σαυκός
Σαύλιος
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαύλωμα
σαυνιάζω
σαυνιαστής
σαυνίον
Σαυνῖται
σαύρα
View word page
σαυκός
dry
ShortDef
dry
Debugging
Headword:
σαυκός
Headword (normalized):
σαυκός
Headword (normalized/stripped):
σαυκος
IDX:
79097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79098
Key:
Data
{'content': 'dry'}