Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
σαρόω
Σαρπηδόνιος
Σαρπηδών
σάρωμα
Σαρωνικός
σαρωνίς
σάρωσις
View word page
σαρξιφαγές
saxifragus, saxifrage

ShortDef

saxifragus, saxifrage

Debugging

Headword:
σαρξιφαγές
Headword (normalized):
σαρξιφαγές
Headword (normalized/stripped):
σαρξιφαγες
IDX:
79055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79056
Key:

Data

{'content': 'saxifragus, saxifrage'}