Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
σαρόω
Σαρπηδόνιος
Σαρπηδών
σάρωμα
Σαρωνικός
σαρωνίς
View word page
σάρξ
flesh

ShortDef

flesh

Debugging

Headword:
σάρξ
Headword (normalized):
σάρξ
Headword (normalized/stripped):
σαρξ
IDX:
79054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79055
Key:

Data

{'content': 'flesh'}