Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
σαρόω
Σαρπηδόνιος
Σαρπηδών
σάρωμα
Σαρωνικός
View word page
σαρμεύω
dig sand

ShortDef

dig sand

Debugging

Headword:
σαρμεύω
Headword (normalized):
σαρμεύω
Headword (normalized/stripped):
σαρμευω
IDX:
79053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79054
Key:

Data

{'content': 'dig sand'}