Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
σαρόω
Σαρπηδόνιος
Σαρπηδών
View word page
σαρκωτικός
making flesh grow

ShortDef

making flesh grow

Debugging

Headword:
σαρκωτικός
Headword (normalized):
σαρκωτικός
Headword (normalized/stripped):
σαρκωτικος
IDX:
79051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79052
Key:

Data

{'content': 'making flesh grow'}