Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
σαρόω
View word page
σάρκωσις
growth of flesh

ShortDef

growth of flesh

Debugging

Headword:
σάρκωσις
Headword (normalized):
σάρκωσις
Headword (normalized/stripped):
σαρκωσις
IDX:
79049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79050
Key:

Data

{'content': 'growth of flesh'}