Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
View word page
σάρκωμα
fleshy excrescence
ShortDef
fleshy excrescence
Debugging
Headword:
σάρκωμα
Headword (normalized):
σάρκωμα
Headword (normalized/stripped):
σαρκωμα
IDX:
79048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79049
Key:
Data
{'content': 'fleshy excrescence'}