Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
σάρξ
σαρξιφαγές
View word page
σαρκόφυλλος
with fleshy leaves

ShortDef

with fleshy leaves

Debugging

Headword:
σαρκόφυλλος
Headword (normalized):
σαρκόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
σαρκοφυλλος
IDX:
79045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79046
Key:

Data

{'content': 'with fleshy leaves'}