Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
σαρμεύω
View word page
σαρκοφυέω
produce flesh, cause it to grow

ShortDef

produce flesh, cause it to grow

Debugging

Headword:
σαρκοφυέω
Headword (normalized):
σαρκοφυέω
Headword (normalized/stripped):
σαρκοφυεω
IDX:
79043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79044
Key:

Data

{'content': 'produce flesh, cause it to grow'}