Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
View word page
σαρκοφάγος
eating flesh, carnivorous
ShortDef
eating flesh, carnivorous
Debugging
Headword:
σαρκοφάγος
Headword (normalized):
σαρκοφάγος
Headword (normalized/stripped):
σαρκοφαγος
IDX:
79040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79041
Key:
Data
{'content': 'eating flesh, carnivorous'}