Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
View word page
σαρκοφαγέω
eat flesh, be carnivorous
ShortDef
eat flesh, be carnivorous
Debugging
Headword:
σαρκοφαγέω
Headword (normalized):
σαρκοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
σαρκοφαγεω
IDX:
79038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79039
Key:
Data
{'content': 'eat flesh, be carnivorous'}