Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
σαρκοφθόρος
σαρκοφυέω
σαρκοφυΐα
View word page
σαρκόρριζος
with a fleshy root

ShortDef

with a fleshy root

Debugging

Headword:
σαρκόρριζος
Headword (normalized):
σαρκόρριζος
Headword (normalized/stripped):
σαρκορριζος
IDX:
79034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79035
Key:

Data

{'content': 'with a fleshy root'}