Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
σαρκοφανής
View word page
σαρκόπτερος
with fleshy wings

ShortDef

with fleshy wings

Debugging

Headword:
σαρκόπτερος
Headword (normalized):
σαρκόπτερος
Headword (normalized/stripped):
σαρκοπτερος
IDX:
79031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79032
Key:

Data

{'content': 'with fleshy wings'}