Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
σαρκοφάγος
View word page
σαρκοποιός
making flesh, nourishing, fattening
ShortDef
making flesh, nourishing, fattening
Debugging
Headword:
σαρκοποιός
Headword (normalized):
σαρκοποιός
Headword (normalized/stripped):
σαρκοποιος
IDX:
79030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79031
Key:
Data
{'content': 'making flesh, nourishing, fattening'}