Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
σαρκοφαγία
View word page
σαρκοποιία
making of flesh

ShortDef

making of flesh

Debugging

Headword:
σαρκοποιία
Headword (normalized):
σαρκοποιία
Headword (normalized/stripped):
σαρκοποιια
IDX:
79029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79030
Key:

Data

{'content': 'making of flesh'}