Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
σαρκοτυπής
σαρκοφαγέω
View word page
σαρκοποιέω
make of flesh
ShortDef
make of flesh
Debugging
Headword:
σαρκοποιέω
Headword (normalized):
σαρκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σαρκοποιεω
IDX:
79028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79029
Key:
Data
{'content': 'make of flesh'}