Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
View word page
σαρκοκηλικός
afflicted with sarcocele

ShortDef

afflicted with sarcocele

Debugging

Headword:
σαρκοκηλικός
Headword (normalized):
σαρκοκηλικός
Headword (normalized/stripped):
σαρκοκηλικος
IDX:
79022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79023
Key:

Data

{'content': 'afflicted with sarcocele'}