Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
View word page
σαρκοκήλη
sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles
ShortDef
sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles
Debugging
Headword:
σαρκοκήλη
Headword (normalized):
σαρκοκήλη
Headword (normalized/stripped):
σαρκοκηλη
IDX:
79021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79022
Key:
Data
{'content': 'sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles'}