Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
View word page
σαρκοειδής
flesh-like, fleshy

ShortDef

flesh-like, fleshy

Debugging

Headword:
σαρκοειδής
Headword (normalized):
σαρκοειδής
Headword (normalized/stripped):
σαρκοειδης
IDX:
79018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79019
Key:

Data

{'content': 'flesh-like, fleshy'}