Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
View word page
σαρκοδακής
biting

ShortDef

biting

Debugging

Headword:
σαρκοδακής
Headword (normalized):
σαρκοδακής
Headword (normalized/stripped):
σαρκοδακης
IDX:
79017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79018
Key:

Data

{'content': 'biting'}