Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
View word page
σαρκοβόρος
eating flesh, carnivorous
ShortDef
eating flesh, carnivorous
Debugging
Headword:
σαρκοβόρος
Headword (normalized):
σαρκοβόρος
Headword (normalized/stripped):
σαρκοβορος
IDX:
79015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79016
Key:
Data
{'content': 'eating flesh, carnivorous'}