Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκολαβίς
View word page
σαρκοβορέω
eat flesh
ShortDef
eat flesh
Debugging
Headword:
σαρκοβορέω
Headword (normalized):
σαρκοβορέω
Headword (normalized/stripped):
σαρκοβορεω
IDX:
79014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79015
Key:
Data
{'content': 'eat flesh'}