Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
View word page
σαρκοβλαστάνω
grow flesh

ShortDef

grow flesh

Debugging

Headword:
σαρκοβλαστάνω
Headword (normalized):
σαρκοβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
σαρκοβλαστανω
IDX:
79013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79014
Key:

Data

{'content': 'grow flesh'}