Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
View word page
σαρκίς
meat
ShortDef
meat
Debugging
Headword:
σαρκίς
Headword (normalized):
σαρκίς
Headword (normalized/stripped):
σαρκις
IDX:
79012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79013
Key:
Data
{'content': 'meat'}