Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
View word page
σαρκίον
bit of flesh

ShortDef

bit of flesh

Debugging

Headword:
σαρκίον
Headword (normalized):
σαρκίον
Headword (normalized/stripped):
σαρκιον
IDX:
79011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79012
Key:

Data

{'content': 'bit of flesh'}