Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
View word page
σάρκινος
of flesh, in the flesh

ShortDef

of flesh, in the flesh

Debugging

Headword:
σάρκινος
Headword (normalized):
σάρκινος
Headword (normalized/stripped):
σαρκινος
IDX:
79010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79011
Key:

Data

{'content': 'of flesh, in the flesh'}