Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
σαρκοειδής
View word page
σαρκίζω
to strip off the flesh, scrape it out

ShortDef

to strip off the flesh, scrape it out

Debugging

Headword:
σαρκίζω
Headword (normalized):
σαρκίζω
Headword (normalized/stripped):
σαρκιζω
IDX:
79008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79009
Key:

Data

{'content': 'to strip off the flesh, scrape it out'}