Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σαρδών
σάρι
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκοβλαστάνω
σαρκοβορέω
σαρκοβόρος
σαρκογονία
σαρκοδακής
View word page
σαρκίδιον
a bit of flesh
ShortDef
a bit of flesh
Debugging
Headword:
σαρκίδιον
Headword (normalized):
σαρκίδιον
Headword (normalized/stripped):
σαρκιδιον
IDX:
79007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79008
Key:
Data
{'content': 'a bit of flesh'}